- ἀφρόνως
- ἀφρόνως adv. of ἄφρων (Soph., Aj. 766; Diod S 16, 70, 2; Artem. 1, 50 p. 46, 21; Gen 31:28; Just., D. 112, 2) pert. to lack of judgment or prudence, foolishly ἀποκρίνεσθαι Hv 5:4.—DELG s.v. φρήν.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.